ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

Categories ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΟPosted on

Άγιος Γιάννης ( Ένας δικός μας Άγιος… )

Στο χωριό μου, τα πράγματα δεν ήταν όπως αλλού.

Ενώ «πολιούχος» Άγιος ήταν ο Άι Γιώργης και δικαιωματικά έπρεπε να βρίσκεται πέντε σκαλοπάτια πάνω από τους άλλους Αγίους του χωριού, αυτός, αντιθέτως, είχε παραχωρήσει όλα του τα προνόμια και τις υπεροχές του, στον Ταπεινό του Βράχου της Ακρογιαλιάς, των Μετέωρων του Κάσπακα, τον Άι Γιάννη. «Όσο και να ξεπέσ’ ο Άγιος Γιάνν’ς (!), για πέντε-έξ Αγιούς φτάν’…» άκουγα και ξανάκουγα τούτη τη κουβέντα απ’ τους χωριανούς σαν θέλανε να δείξουν πως σ’ αυτή τη ζωή, αν κάποτε υπάρξεις τρανός και ξακουστός, όσο και να ξεπέσεις, κάποια αύρα των ένδοξων ημερών σου, θα σε στεφανώνει και θα σε διακρίνει…

Ο Άγιος τούτος, δεν είχε ούτε πολυέλαιους ούτε σκαλιστά εικονοστάσια. Μια μαυροκαπνισμένη παλιά εικόνα ήταν όλο του το βιός και ένα καντήλι που άναβε κάποιες γιορτάρες μέρες με τα φυτιλάκια της βουνοπλαγιάς.

Λιθόχτιστος και πλακόστρωτος, κάθε Άι Γιαννιού του Κλύδωνα έξηφτε απ’ τη καθαριότητα και τον μοσχομυριστό ασβέστη με το λουλάκι της καλλιτεχνίας των μανάδων μας που αφού τον έπλεναν και τον στολίζανε, άπλωναν τα παπλώματα στις δροσερές πλάκες του, να κοιμηθούμε εμείς τα παιδέλια για να μας ευλογήσει ο Άγιος και να μας έχει γερά… Θύμησες όμορφες γεμάτες με το άρωμα της αρμύρας και των καλαμιών που ανάβαμε στη σκιά του βράχου για να ξορκίσουμε το κακό του Κόσμου…

Έτσι μεγαλώναμε εμείς, κι έτσι μεγάλωνε κι η σχέση μας μαζί του. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του να τρεμοπαίζουν στο φως του καντηλιού σ’ εκείνες τις ολονυχτίες κι ένοιωθα ένα δέος, έτσι όπως έπρεπε…


Και η οικογενειακή Τράτα των παππούδων μου. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Ακατάλυτοι δεσμοί…

Δεν ήταν λίγοι οι χωριανοί, βιοπαλαιστές παντός καιρού στις εποχές της μεγάλης φτώχειας, που ψαρεύοντας τον επιούσιο στα κατάγιαλα του χωριού μας, έπεφταν κατάκοποι απ’ το μόχθο της μέρας να κοιμηθούνε κάτω απ’ το μεγάλο βράχο του Άγιου. Εκεί μέσα στις θαλασσοφαγωμένες κουφάλες του βράχου πάνω σε στρώματα από φύκια και με στρωσίδι κάποια χιλιοτρυπημένη χλένη του Αλβανικού έπους, ονειρεύονταν την αφθονία των αγαθών (ποτάμια με γάλα και μέλι και πιάτα που όσο έτρωγες, τόσο γέμιζαν…).

Πολλοί απ’ τους θιασώτες του ελεύθερου εκείνου κάμπιγκ και κύρια αυτοί που κουβαλούσαν ζωντανά τα μικροκρίματα της βιοπάλης σαν ενοχές και ερινύες, άμα πίνανε κανά παραπανίσιο ρακί, φούντωναν τα μέσα τους και δεν αργούσαν να νοιώσουν την παραίσθηση της τιμωρίας, που έντρομοι διηγιόταν το άλλο πρωί…

– Ναί, τη νύχτα, μέσα στον ύπνο μου, τον είδα, κατέβηκε ο Άγιος Γιάνν’ς και με τη γυμνή και μαλλιαρή πατούσα του με λαιμοπατούσε μέχρι να πώ και να φωνάξω το Ήμαρτον…

Τέτοια κι άλλα συνέβαιναν στις παρυφές του αγαπημένου βράχου, κι εγώ δεμένος με μια κόκκινη κλωστή μαζί του, τύλιγα το κουβάρι της ζωής αλλάζοντας, εκείνη τη παλιά σχέση του φόβου και της υποταγής σε εξοικείωση και εγκαρδιότητα, σαν δυο φίλοι που συναντιόταν απ’ τα παλιά, αυτός ακίνητος στη μοναξιά του Βράχου του κι εγώ όλο να φεύγω κι όλο να γυρίζω…

Έχει και ο Μούρτζεφλος τον Αγιογιάννη του. Ταπεινός και ερημίτης, πρωτοξάδερφος του κοσμικού της παραλίας του Κάσπακα ! Έργα παππούδων...

Μια μέρα στο χωριό, έγινε κάτι φοβερό και τρομερό! Ένας τσοπάνος προσπαθώντας να «ξεβραχώσει» ένα αγριοκάτσικο απ τους αγκρέμνες του Μούρτζουφλου, κατέβηκε δύσβατα μονοπάτια και σε μια στιγμή κατάλαβε πως ήταν πολύ αργά…

Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο, αλλά ούτε και να γυρίσει πίσω… Είχε «βραχώσει» κι αυτός. Μετά από πολλές προσπάθειες κι αφού είδε πως με τα χέρια και τα πόδια δεν γίνονταν τίποτα, άρχισε να ζητάει βοήθεια από τον Πέρα Κόσμο…

«Αχ… Άγιο Γιάννη’μ, βγάλε με από τούτον τον αγκρέμνα κι εγώ θα σε φέρω ένα γκαζοντενεκέ λάδ’…»

Το είπε δυο και τρεις και σαράντα τρεις φορές και ένοιωσε μια δύναμη να στυλώνει τα ποδάρια του να ατσαλώνει τα χέρια του κι έτσι με νύχια και με γόνα κατάφερε και σύρθηκε στο ασφαλές ανάχωμα… Είχε απομακρυνθεί πολύ απ’ τον γκρεμνό, ήταν ξανά ζωντανός και ασφαλής, όταν θυμήθηκε το «Τάμα»…

Μούδιασε το μυαλό του απ’ το άγχος όταν κατάλαβε τι είχε τάξει… Αυτός που το λάδι το αγόραζε σε μπουκαλάκια πιο μικρά από 100 δράμια και το φύλαγε καλλίτερα κι απ’ το αίμα του για πολύ «ειδικά διαιτολόγια», πως θα μπορούσε να αποκτήσει έναν ολόκληρο γκαζοντενεκέ; Το σκέφτονταν κι απελπίζονταν, το σκέφτονταν και φόρτωνε…

Βαθειά μέσ’ στο μυαλό του, προετοίμαζε την απόδραση του, στήνοντας μια σειρά επιχειρήματα…

-δηλαδή πώς, ένας, μόνος κι έρμος, όπως τούτος ο Άγιος, να έχει έναν ολόκληρο γκαζοντενεκέ μυρωδάτο λιόλαδο κι αυτός με τη κυρά του και τα πέντε παιδέλια’τσ να πορεύονται με λίγα δράμια…

-Μαθές, αμαρτία ήταν, να κάθεται το λάδ’ μες στ’ν αγκιλσά και να νταγκιάζ’… Κι ύστερα, σιγά το μονοπάτ’ π’ τον ανέβασε για να αξίζ’ ένα γομάρ’ λάδ’…

Δεν άντεξε και επαναστάτησε…

-Ε π’θα τον δώκω το γαζοντενεκέ με το λάδ’. Γω σα τον είχα, δεν ήξερα να τον πάγω στο σπίτ’, να’χουμ’ να ξεχ’μωνιάζουμ’ δυο τρίγια χρόνια…

Κι έτσι έλυσε τη σύμβαση μονομερώς…

Μαθεύτηκε γρήγορα το συμβάν κι ο κόσμος στο χωριό ανήσυχος περίμενε να δεί πως θα ξεσπάσει η οργή του Άγιου…
Τζάμπα ζ’τρόμαξαν…

Ακρωτήριο Μούρτζουφλος.

Ο Άγιος, ξένος με τις παγαποντιές του κόσμου τούτου, ίσως χαμογελούσε με τα καμώματα μας, ίσως να δάκρυζε με τα πάθια μας αλλά στο Δούναι και Λαβείν των ανθρώπων δεν νόγαγε να μπεί… Γι’ αυτό ήταν Άγιος…
Για να μπορεί μόνο να Δίνει…

Φτωχά μυαλά και μίζερες ψυχές πήγαν να τον στολίσουν με τις δικές μας αδυναμίες εγωισμούς, εκδικήσεις και τέτοια… Δεν τα κατάφεραν…

Με τόσο μπλε στα πόδια του ποιος θα μπορούσε να τον μαγαρίσει;

Δημήτρης Γεωργαντής