ΑΝΑΒΛΕΜΜΑ (2ο μέρος)

Categories ΙΣΤΟΡΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΟPosted on

Η πάνω φωτογραφία έχει ληφθεί στον Ρωμέικο απέναντι από το Καρατζάδικο (διαβάστε παρακάτω). Το κοριτσάκι πρώτο από αριστερά (όπως βλέπουμε), είναι η κυρία Βαρβάρα μικρή.

Πατήστε εδώ για να μεταφερθείτε στο πρώτο μέρος…

Προχωράμε. Δυο δίπατα μικρόσπιτα ενωμένα. Όταν λέω δίπατο, εννοώ το κατάχαμα ισόγειο και τον όροφο με την εσωτερική σκάλα. Μεζονέτα θα το έλεγαν σήμερα. Δυο δίπατα ενωμένα μαχμουρλίδικα, διαπιστευτήρια θαρρείς του πελώριου όγκου του Κάστρου, που τα εξουσίαζε με τη σκιά του και τα έδειχνε πάντα νυσταγμένα. Μια κολόνα της Ηλεκτρικής Εταιρίας έριχνε πάνω τους αμυδρό φως τη νύχτα και τα δήλωνε παρόντα στην ουρά μιας αράδας σπιτιών, που θα προσπαθήσω να σας περιγράψω, όσο μου επιτρέπει η αξιοπιστία της μνήμης μου, που ξεκινά απ’ το τέλος της δεκαετίας του σαράντα και τελειώνει στο τέλος της δεκαετίας του πενήντα – αρχή εξήντα, τότε που έφυγα απ’ το νησί κι ήρθε κι έκατσε κείνο τ’ αγκίστρι στο λαιμό. Αντικείμενο της περιγραφής θα είναι οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα σπίτια αυτά, οι παλιοί μου γείτονες δηλαδή κι όχι τα κτίσματα αυτά καθ’ αυτά. Προτιμώ πάντα το Ληξιαρχείο απ’ το Υποθηκοφυλακείο. Οι άνθρωποι γεννούν τα συναισθήματα κι όχι οι πέτρες και τα τούβλα.

Τα δύο δίπατα όπως είναι σήμερα.

Στο πρώτο λοιπόν μικρό σπιτάκι σύρριζα στο φρούριο έμενε ο μπάρμπα-Δαμιανός με την κυρά του τη Σοφία και τις δυο προκομμένες κόρες τους, τη Βαγγέλα και το Δεσποινιώ που αργότερα τις παρέσυρε το μεταναστευτικό ρεύμα, αυτό που στέρησε στο νησί τις αναπνοές του.

Ποιος δεν θυμάται τον μπάρμπα-Δαμιανό; Ήταν ο παιδονόμος του Γυμνασίου. Μόνο για παιδονόμο δεν τον έπιανε το μάτι σου. Ισχνός, κοντός σα ξεφτισμένος μίσχος με σκιερό κασκέτο το καλοκαίρι και χοντρό πλεχτό σκούφο το χειμώνα. Απορούσα πως αντιστεκόταν στην κόντρα τραμουντάνα των πολλών μποφόρ ως να φτάσει πρώτος στο Γυμνάσιο, να ανάψει τις σόμπες, να χτυπήσει την κουδούνα, να μαζέψει τα παιδιά, να σημάνει την έναρξη και τη λήξη της δουλειάς. Δύναμη του η καλοσύνη και η ευγενική του συμπεριφορά. Αυτά βάραιναν το κορμί του και το έκαμναν σεβαστό κι εκτιμηταίο απ’ όλους. Στο 1955 αποσύρθηκε απ’ τη δουλειά κ’ αντικαταστάθηκε απ’ τον κυρ-Παντελή τον Τούμπο. Γλυκιά μακρινή ανάμνηση ο μπάρμπα-Δαμιανός. Θαλπωρή της μνήμης.

Το δεύτερο σπιτάκι το κατοικούσε μια γλυκιά γυναίκα ψηλή, η Χαριτίνη, πολλοί τη φώναζαν Χαρούλα. Νομίζω ήταν ιδιοκτησία της. Ένα διάστημα, αρχές της_δεκαετίας του πενήντα έμενε εκεί ο ψηλόλιγνος κοκκινοτρίχης γυμναστής, καθηγητής του Γυμνασίου. Ο Λούλης Βήχος.

Αυτά τα τρία κτίρια που φαίνονται στην φώτο είναι μεταγενέστερα της περιγραφής και έχουν αντικαταστήσει τα κτίσματα που περιγράφονται.

Μετά: Ένα στενό.. ..ένα χάλασμα και το σπίτι του Τσολάκη απ’ τον Κάσπακα. Είχε δυο κόρες κι ένα γιο. την Αθηνά, τη Λίζα και τον Αριστείδη. Ο Τσολάκης ήταν φωτογράφος. Ο κατ’ εξοχήν φωτογράφος των σχολικών φωτογραφιών. Έστηνε το τρίποδο, κουκούλωνε την κεφαλή του με μια μαύρη χωνοειδή υφασμάτινη κουκούλα «όλοι στο πουλάκι» μας έλεγε και το πουλάκι έβγαινε απ’ τη μακρομούρα φωτογραφική του μηχανή κι’ απεικόνιζε τη σχολική φωτογραφία «ΕΝΘΥΜΙΟΝ» με καθιστούς τους δασκάλους ή τους καθηγητές κι εμάς τους μαθητές τριγύρω.

Και αυτά τα δύο κτίρια που φαίνονται στην φώτο είναι μεταγενέστερα της δεκαετίας του 1950 και έχουν αντικαταστήσει ότι περιγράφεται σε αυτές τις θέσεις.

Παρά δίπλα είχε ένα μικρό σπιτάκι. Πολύ παλιά έμενε εκεί ο Σαγιάνος. Μετά ο Μπότσμαν με τη μάνα του την Σοφία, και αργότερα μια άλλη κυρά-Σοφία, μικρόσωμη, που δούλευε καθαρίστρια στο ξενοδοχείο του Γεροντούδη και μεγάλωνε το μαυριδερό κοριτσάκι της την Αλεξάνδρα.
Μια μεγάλη χανούτα ήταν το παραδίπλα σπίτι. Ένα τριώροφο κτίριο άχαρο κι απεριποίητο. Στο ισόγειο ήταν το ταχυδρομείο του τότε «Κάστρου» κι’ από πάνω έμενε η οικογένεια Δεληγιάννη με γιο και κόρη. Την κόρη την έλεγαν “Νίτσα”. Εκεί έμενε, επί ενοικίω, και η Θεολόγος καθηγήτρια Σόνια Αντωνοπούλου, με το πράσινο καρό παλτό. Στον δεύτερο όροφο έμεναν μαθητές του Γυμνασίου.

Παρά δίπλα, το σπίτι της κυρίας Φρόσως Παλαιολόγου, που έρχονταν απ’ την Αίγυπτο κάθε καλοκαίρι συνοδευόμενη από τη κόρη της Φανούλα, το γαμπρό της Στέφανο και τούς γιούς τους Χάρη και Ανδρέα. Ήταν μια γλυκοστόλιστη γριούλα με άσπρο κότσο, γλυκύτατο χαμόγελο, με ταπεινή αρχοντιά και μια γλυκιά κουβέντα στο στόμα για όλους. Ήταν η μάνα του γνωστού Νάνη Παλαιολόγο. Ήταν η γλυκιά γιαγιά της Αλίκης και του Δούκα.

Ένα υγροσόκκακο μεσολαβούσε, που έδινε διέξοδο στους ενδοχωρίτες προς τη θάλασσα και διευκόλυνε τους κατοίκους του Ρωμαίικου στην επικοινωνία τους με την ενδοχώρα και την αγορά.

Το κτίριο που περιγράφεται αμέσως παρακάτω.

Αμέσως μετά, το δίπατο της Μπεμπέκας και Πάτρας Δημοπούλου. Αιγυπτιώτισσες κι αυτές. Το μισό κρατούσαν για τον εαυτό τους και άλλο μισό το νοίκιαζαν στην οικογένεια Παπαδημητρίου, που είχαν το παστοτσίδικο στην αγορά, εκεί που σήμερα είναι το σουπερμάρκετ του Κουντουρά και που πριν απ’ το παστοτζίδικο ήταν η Εθνική Τράπεζα.

Ε. μετά τι;…. Το αρχοντικό των αρχοντικών. Το σπίτι του Χριστοδουλίδη.
Κλειστό, θεόκλειστο, αμπαροκλειδωμένο. Κανείς μας δεν μπορούσε να μπει μέσα.
Βρε, ψάχναμε για πέρασμα, βρε, χωνόμαστε απ’ τα κάγκελα, βρε, σπρώχναμε μπας και ξηλώσουμε κάνα παντζούρι, τίποτα. Κάποτε, κάποιος άνοιξε, και όπως ορμούν τα νερά όταν βρουν διέξοδο, έτσι όρμησε μέσα η παλιοπαρέα του Ρωαίικου να εξερευνήσει το όνειρο. Ότι βλέπαμε ήταν για πρώτη φορά. Μας εντυπωσίασαν οι ευρύχωροι χώροι, η φαρδιά σκάλα με τα ξύλινα, περίτεχνα παρμακλίκια, τα ψηφιδωτά, οι πολυέλαιοι, τα μάρμαρα… . Ήταν πράγματα που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι υπήρχαν. Μάτια μαθημένα στην μεταπολεμική μιζέρια της εποχής, μας αρκούσε η ασπράδα του ασβέστη και η μυρωδιά της λαδομπογιάς.

Το Χριστοδουλίδειο όπως είναι σήμερα (2019). Το κτίριο αυτό χρήζει επισκευών και συντήρησης που θα έπρεπε να έχουν προ πολλού γίνει.

Προχωράμε… ένα ολόλευκο δίπατο αρχοντικό με γκριζογάλαζα παραθυρόφυλλα.
Στο ισόγειο στεγάζονταν το τηλεγραφείο. Αγαπητότατες φυσιογνωμίες οι υπάλληλοι του. Ο κύριος Μόσχος. Ο κυρ-Γιώργης ο Πατρικιάνος και ο Κωνσταντούδιας με το πείραγμα στη γλώσσα και το χαμόγελο στα χείλη,-ήταν οι υπάλληλοι του.

Τότε που περιγράφεται στο ισόγειο του κτιρίου στεγαζόταν το τηλεγραφείο και στον πάνω όροφο κατοικούσε η οικογένεια Κελάρη.

Δεξιά, ασπροβαμμένες τσιμεντένιες σκάλες οδηγούσαν την οικογένεια Κελάρη στο δεύτερο όροφο όπου κατοικούσαν.
Ο κυρ-Σταύρος ο Κελάρης, διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, με μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, άφησε εποχή για την καλοσύνη του και την ευγένεια του. Το ίδιο και η γυναίκα του η κυρία Όλγα, η δασκάλα, -που δεν φοβηθήκαμε ποτέ. Τα τρία τους παιδιά, Ρίτα, Χρήστος, Λάκης πλαισίωναν την πολυμελή παιχνιδοπαρέα του Ρωμαίικου.

Μια μικρή εσοχή έκαμνε ο δρόμος κι ένα σπίτι με Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική απλωνόταν ξεδιάντροπο, χτισμένο από μπαγνταντί και ξύλινα δοκάρια, που έβγαιναν γυμνά, ξεφτισμένα, άβαφα, να στηρίξουν τον πρώτο όροφο, που προεξείχε του ισογείου. Στο άχαρο τούτο απεριποίητο σπίτι, τη δεκαετία του ΄40 κατοικούσε η οικογένεια Κορδάκη.

Αυτό είναι μεταγενέστερο στην θέση αυτού που περιγράφεται.

Ύστερα ήρθε η οικογένεια Αρώνη να το εξωραΐσει συνειδησιακά με τις κελαριστές Κερκυραικές φωνές τους. Μια οικογένεια, που ζωντάνεψε τη γειτονιά. Ποιος και ποια δεν θυμάται τον κυρ-Σπύρο τον Αρώνη και την κυρία Βάσω την κυρά του, με την τραγουδιστή φωνή, τη δασκάλα όλων μας. Η σκιά της μας συνοδεύει ακόμα. Αν πέρασε δεύτερη τέτοια από τότε μας το λέτε εμάς τους παλιούς να σας αντικρούσουμε εν βοή. Τα τρία τους παιδιά, Μπάμπης, Λουλής και Κική ήταν οι καλοί συμμαθητές, οι καθημερινοί συμπαίκτες στα ατέρμονα παιχνίδια, που σημάδεψαν την εποχή.

Άχαρο κρύο, σκιερό στενό, μετά το ξύλινο σπίτι των Αρώνηδων. Κάποιος, κάποτε σκέφτηκε να φυτέψει μια γλυτσίνα στα πλευρά του και τα μαβιά μελιστάλαχτα τσαμπιά της να φωτίζουν τη σκιάδα τούτου του στενού.

Το επόμενο γωνιακό σπίτι ήταν το πέτρινο κρυόσπιτο της Βίγλαινας. Δυο γριές το κατοικούσαν, η Φανή κι η αδερφή της η Ελένη. Η Φανή κοντή με σταθερή περπατησιά, άσπρο κότσο σφιχτοδεμένο, στολισμένο με καφετιά χτενάκια, μπαινόβγαινε με άνεση στην Αγία Τριάδα και το παρακείμενο νεκροταφείο, όπου τον αξέχαστο εκείνο σημαδιακό Σεπτέμβρη του 1939, τότε, που η δυστυχία χίμηξε στο νησί με την πυρκαγιά του κινηματογράφου, έθαψε και κείνη τον αδικοχαμένο ανιψιό της, τον ανερχόμενο λογοτέχνη της εποχής Νικολέτο Βίγλα. Η μάνα του Ελένη, αδερφή της Φανής δεν άντεξε ξανά το φως της μέρας, τη λιακάδα, τη ζωή. Ότι εξυμνούσε στα ποιήματά του ο γιος Νικολέτος τα απαρνήθηκε. Έζησε μεσ’ το πετρόχτιστο σκοτεινά, πένθιμα…. συντροφιά με την ανάμνησή του και το κέντημα.

Κολλητά στο πετρόχτιστο ήταν ένα μικρό δίπατο. Το σπίτι αυτό το κατοικούσε η οικογένεια Καρκαντή με μάνα την κυρά-Γιασεμή, που τόλεγε η ψυχή της. Γέννησε τρεις λεβεντογιούς το Νίκο, τον Κώστα και τον Αποστόλη και μια κόρη όμορφη, αφράτη, που δούλευε στην τράπεζα.
Αργότερα κατοικήθηκε απ’ την οικογένεια Τατάγια και προς το τέλος του’50 απ’ την οικογένεια Κραζούδη.

Σπίτι αδελφών Καράλλη

Το διπλανό αρχοντόσπιτο ξεχώριζε και ξεχωρίζει ακόμα. Εξωτερικές σκάλες υπερυψώνουν το ισόγειο, που απλώνει τα θεόψηλα παραθύρια του με τα κυματιστά λαδοβαμένα παντζούρια. Εκεί μεταπολεμικά έμενε η οικογένεια του μπάρμπα Δαμιανού, πριν πάνε να κατοικήσουν το μικρόσπιτο νυσταγμένο σπίτι σύρριζα στο Φρούριο. Προφανώς θα τους είχαν μέσα για την επιστασία του διότι το σπίτι ανήκε στις αδερφές Καράλλη, μία εκ των οποίων η Μαρίκα παντρεύτηκε το Γιάννη Ραφτόπουλο, γνωστό καρδιολόγο, γιο του γιατρού Παναγιώτη Ραφτόπουλου που έμεινε στην ιστορία για την προσφορά του. Το σπίτι αυτό έμενε πανζουροσφαλισμένο όλο το χειμώνα και άνοιγε την πόρτα του και τα παραθύρια να φωτιστούν τα μάρμαρα και οι πολυέλαιοι μόνο τα καλοκαίρια, τότε που έρχονταν οι αιγυπτιώτισσες κυράδες του να περάσουν τις διακοπές τους, να δροσιστούν στα γαργαρένια του Ρωμαίικου γιαλού νερά, να γευτούν την κορωνίδα των απολαύσεων το πέσιμο του ήλιου πίσω απ’ τ’ Αγιονόρος.

Το παλιό Καρατζάδικο.

Δίπλα ακριβώς το Καρατζάδικο. Η κυρία Καρατζά ήταν μία απ’ τις τέσσερις αδερφές Καράλη, το σπίτι όμως που της ανήκε δεν είχε σχέση με το διπλανό, όσον φορά την αρχιτεκτονική του. Ήταν μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με τα δοκάρια να συγκρατούν τον προεξέχοντα δεύτερο όροφο. Η πολυτέλεια μέσα ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Μέχρι το 1946-7 κατοικούσε εκεί η οικογένεια του γιατρού Αντώνη Λαμπαδαρίδη με γυναίκα τη γλυκύτατη κυρία Λουκία και γιους το Μανόλη και Γιάννη. Νομίζω πως τότε υπήρχε μόνον ο Μανόλης. Αργότερα παντζουροσφαλίστηκε και στη δεκαετία του ’50, άρχισαν να έρχονται τα καλοκαίρια οι πικραμένοι μαραζωμένοι ιδιοκτήτες του, το ζεύγος Καρατζά. Το βαρύτατο πένθος τους είχε κρατήσει μακριά όλα αυτά τα χρόνια. Στη μεγάλη πυρκαγιά του ’39 τους είχε λάχει ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της δυστυχίας. Έχασαν τις δυο δροσοσταλίδες κόρες τους τη Νέλλη και τη Λιλή. Θυμάμαι το ζευγάρι Καρατζά. Εκείνος γέροντας, ψηλός, με άσπρο παναμαδάκι λινό κουστούμι, χρυσοστόλιστο μπαστούνι. Όταν ο περίπατος του έφτανε μέχρι τον κάμπο και τους μπαχτσέδες φόραγε το χακί κουστούμι των σαφάρι, αυτό με τις φαρδιές τσέπες πάνω κάτω και την ασορτί χακιά κάσκα στο κεφάλι. Η κυρά του ξεχωριστή αρχόντισσα, φορούσε πάντα απλά, μακριά, ίσαμε τον αστράγαλο φορέματα από λινό και σαντακρούτα, με ίσια παπούτσια, διότι ήταν πολύ ψηλή. Στηρίζονταν σ ένα μπαστουνάκι με χρυσοστόλιστη λαβή και στον πλούσιο μπούστο της κρέμονταν η χοντρή χρυσή καδένα με το διπλής όψης χρυσό μενταγιόν. Απ’ τη μια μεριά η φωτογραφία της Νέλλης, απ’ την άλλη της Λιλής. Λυτός ήταν ο θησαυρός τους πια. Αυτά τα πλούτη τους. Δυο φωτογραφίες, χιλιάδες αναμνήσεις ένα κενοτάφιο.
Με διαθήκη κληροδότησαν την περιουσία τους στο νησί και ίδρυσαν τη γνωστή «Καρατζάδειο Βιβλιοθήκη».

συνεχίζεται…

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου