ΤΟ «ΤΡΑΓΟΥΔ’» ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

Categories ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣPosted on

Τα κάλαντα των Θεοφανίων, το «Τραγούδ’» όπως το λένε οι Λημνιοί, το ψάλλουν τη νύχτα της παραμονής, παρέες εφήβων ή νέων. Την παραμονή περιμένουν τον ιερέα να αγιάσει το σπίτι και να πάρουν τον πρώτο αγιασμό, την «Πρωτάγιαση». Στη συνέχεια με τον αγιασμό αυτό φτιάχνουν προζύμι και πλάθουν τις «μαρμαρίτες». Αυτές είναι τηγανίτες που ψήνονται στο «πλακί», μια ειδική πέτρινη πλάκα την οποία τοποθετούν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Οι μαρμαρίτες τρώγονται με μέλι ή πετιμέζι. Έπειτα παρέες εφήβων ή νέων γυρίζουν όλα τα σπίτια και ψάλλουν το «Τραγούδ’». Παλιότερα βαστούσαν ένα καλάθι, όπου συγκέντρωναν φαγώσιμα: αυγά, κοψίδια, κοτόπουλα, τυριά, μαρμαρίτες, κρασί, ούζο κ.ά. Τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνουν χρήματα. Στην αρχή καλούν τη νοικοκυρά να ανοίξει με τους στίχους:

Σήκου κεράμ’ κι’ άνοιξε την πόρτα την καρένια
κι’ έχου δυο λόγια να σι πω κι’ εκείνα ζαχαρένια.

Μετά αρχίζουν μία σειρά από παινέματα για το σπίτι, το νοικοκύρη, την κυρά, τα παιδιά κ.λπ. Υπάρχουν κατάλληλοι στίχοι για το παλικάρι, τη λεύτερη κοπέλα, την εγκυμονούσα, τη λεχώνα, τον ξενιτεμένο, το ναυτικό, τον παπά, το γραμματικό, το φαντάρο κλπ. Παρακάτω αναφέρονται οι στίχοι του τραγουδιού, όπως τραγουδιέται στα χωριά Κοντοπούλι, Καμίνια και Μούδρος στο ανατολικό τμήμα του νησιού.

Για το σπίτι:

Ιδώ μας στείλαν κι’ ήρταμε, σι τούτα τα παλάτια
που ’ναι τα σπίτια δίπατα κι’ οι αυλές μαρμαρωμένες.

Τρεις άρχοντες το χτίζανε κι’ οι τρεις αντρειγιωμέν’
πο μέσα με το μάλαμα κι’ απ’ όξω με τ’ ασήμ’
κι’ απ’ όξω από την πόρτα του αγιόκλημα ανθίζ’.

Κάνει σταφύλια ραζακιά και το κρασί μοσχάτου
κι’ όσες μανάδες αν το πιουν καμιά παιδί δεν πιάν’
κι’ αν έπινε κι’ η μάνα μας δεν ήθελε μας κάν’.

Για τον αφέντη:

Πολλά είπαμ’ για το σπίτ’σας, ας πούμ’ για τον αφέντ’:

Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου καρέκλα καρυδένια
για ν’ ακουμπά η μέσησ’ η μαργαριταρένια.

Για την κυρά:

Ας πούμε και για την κερά κανά καλό τραγούδ’:

Κερά ψιλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα
πόχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αχτίδα
και του κοράκου το φτερό τόχεις καμαροφρύδ’.

Για τα μικρά παιδιά:

Κυρά μου τα παιδάκιασ’ λούζε τα, χτένιζέ τα
και στέλνε τα στο δάσκαλο, γράμματα να μαθαίν’νε.

Για το γιο:

Ας πούμε τώρα για το γιο κανά καλό τραγούδ’:

Αν έχεις γιο στα γράμματα, που ψάλλει στο ψαλτήρ’
ας τον αξιώσ’ ου Θιός, να βάλ’ πιτραχείλ’.

Σένα σε πρέπ’ νιο παιδί χιλιόχρυσο ζουνάρ’
και ένα άτι όμορφου, να βγαίν’ς στου σεργιάν’.

Για τη θυγατέρα:

Ας πούμ’ και για τ’ν κόρη σας κανά καλό τραγούδ’:

Προξενητάδες έρχουντι, προξενητάδες φεύγ’νε
ρωτάνι και ξαναρωτούν, «Ποια έν’ τούτην η κόρ’;

Πόχει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν αβδέλλες
κι’ είν’ η ομορφότερη απ’ ούλες τσι κοπέλες;»

Κι’ αν έν’ κόρη όμορφη, γραμματικός τη θέλ’
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύ’.

Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια θερισμένα.
Γυρεύει και τ’ θάλασσα μ’ ούλα της τα καράβια.
Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά, για να τα ταξιδεύ’.

Για τον ξενιτεμένο:

Αν έχεις γιο στην ξενιτιά, καλές ειδήσεις νάχεις
με το καλό να τον δεχτείς, να τον σφιχταγκαλιάσεις.

Για τον παπά:

Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου χίλια χρόνια να ζήσ’ς
στον άγιο τάφο του Χ’στού να πας να προσκυνήσ’ς.

Για τον κεχαγιά:

Ω Κεχαγιά, προυκεχαγιά κι’ πρωτοζεβγολάτ’
σπέρνεις τον σπόρο του σποριού, το ένα χίλια π’νάκια
πάνε λαγούδια τρώγουν το, περδίκια και σκαλίζ’νε.

Παίρνεις το τουφεκάκισ’ κι’ πας να τα σκοτώσ’ς
ούτε λαγούδια εσκότωσες, ούτε περδίκια ’πιάσες
αλώνισες και θέρισες ούλα τ’ αποφαγάκια.

Για το βοσκό:

Έχεις κι’ ούλον τον ντουνιά μεράδες να τα βόσκεις
και τ’ ουρανού τα σύννεφα σταλό, να τα σταλίσ’ς.

Όση ώρα η παρέα τραγουδά, οι νοικοκυραίοι δεν ανοίγουν, μόνο στο τέλος θ’ ανοίξουν για να δώσουν την προσφορά τους στους τραγουδιστές. Για να μην ανοίξει πρόωρα κάποιος από τους ενοίκους, ένας από την παρέα βαστά δυνατά την πόρτα. Όταν τελειώσουν τα παινέματα, αφήνουν την πόρτα και τραγουδούν:

Σήκω κεράμ’ κι’ άλλαξι, να πας ταχιά στα Φώτα
στα Φώτα, στα Ολόφωτα που ’ναι χαρές μεγάλες.

Κι αν έχει αποκοιμηθεί ή δεν ανοίγει, συνεχίζουν παραπονιάρικα:

Σήκου κεράμ’ κι’ άνοιξε, μην έχ’ς τόσο νάζ’
κι’ έναι η νύχτα παγερή, μας έκοψι τ’ αγιάζ’.

Οι περισσότερες φυσικά ανοίγουν, μα αν βρεθεί καμιά δύστροπη, τη «στολίζουν» τραγουδιστά:

Όσ’ ανθρωπιά έχ’ ο γάδαρος, έχ’ς και συ κεράμ’.

Μόλις ανοίξει η πόρτα ζητάνε την αμοιβή τους για τα παινέματα:

Από τ’ν άσπρη κότα σας κανένα αυγουλάκ’
κι’ από το μαύρο πρόβατο κανά ξερό τυράκ’
κι’ από το μαύρο γούρτζελο κανένα κουμματάκ’.

Με τα Θεοφάνια και το βλόγημα των νερών κλείνει ο δωδεκαήμερος εορταστικός κύκλος. Οι καλικάντζαροι φεύγουν από τα αγιασμένα νερά και οι χριστιανοί μπορούν πια να πλυθούν χωρίς φόβο. Όλο το δωδεκαήμερο δε λούζονται μέχρι να αγιαστούν τα νερά. Αναφέρουν ότι παλιότερα απέφευγαν να πλησιάζουν στα ρέματα και στα πηγάδια, ιδίως τη νύχτα, διότι εκεί ήταν το βασίλειο των καλικάντζαρων. Μόλις ξημερώσουν τα Φώτα οι νοικοκυρές ρίχνουν στάχτη γύρω από το σπίτι για να τους διώξουν, αφού φοβούνται τη φωτιά. Και εκείνοι φεύγουν φωνάζοντας:

Φεύγετι να φεύγουμι.
Ήρτ’ ου παπάς μι του σταυρό
κι’ η παπαδιά μι του δαυλό!

Επίσης στα Φώτα παρατηρούν τον καιρό. Αν είναι βροχερός δεν είναι καλά τα μαντάτα, διότι την άνοιξη θα έχει ξηρασία και τα σπαρτά δεν θα μεγαλώσουν. Αντίθετα αν είναι στεγνός ο καιρός, τότε αναμένονται βροχές την άνοιξη και καλή σοδειά το καλοκαίρι, όπως ορίζει και η σχετική παροιμία:

Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τις Λαμπρές βρεγμένες
θα φάν’ οι χήρες κι’ οι ορφανές κι’ οι κακοπαντριμένες.

Σημείωση: Την καταγραφή των στίχων έκανα το 1984-85, όταν υπηρετούσα στο Γυμνάσιο Μούδρου, με την βοήθεια των τότε μαθητών μου της Β΄ τάξης.

Θεόδωρος Μπελίτσος