Μια βόλτα στη Λημνιά φύση

Categories ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΟPosted on

Έτσι για να περπατήσουμε νοσταλγικά στη Λημνιά φύση !!!

Έφερε τη στροφή σχεδόν τρεχάτη, σαν τη καρότσα στην κατηφοριά. Δεν το ήθελε η ίδια. Ο βοριάς την έσπρωχνε. Μπροστά πήγαιναν τα φουστάνια της, μπερδεμένα με τα δαντελένια της μισοφόρια και καταπόδι εκείνη. Τα ξανθά μαλλιά της άφηναν ακάλυπτη την κεφαλή της… η κορφή ξεχώριζε κ αυτά ανακατεμένα τρελόπαιζαν. Καθώς πήρε τη στροφή για τη μεγάλη σκάλα, ο βοριάς κόπασε. Ο μικρός λόφος με τα γυρτά πεύκα τον έκοβε, τον δάμαζε, και προστάτευε τη μεγάλη σκάλα του λιμανιού. Τα μαλλιά της κατακάθισαν, τα μισοφόρια λούφαξαν πάνω στο κορμί της, η φούστα της ξαναβρήκε την εβαζέ γραμμή της.

Έριξε το βλέμμα της καρσί στο Παραδείσι. Καφετής ο όγκος του με χρυσαφένιες ανταύγειες δέχονταν τον Αυγουστιάτικο ήλιο κατάφατσα και κογιονάριζε όπως έλεγε η Ελπινίκη το βοριά, που δε μπορούσε να ξεριζώσει τις αστιβιές και τις θυμαριές, την αιώνια φορεσιά του.

Μάζεψε το βλέμμα της στο κοντινό καρνάγιο. Άτσαλα πεταμένα σιδερικά, ξύλα μαυρισμένα, καραβομπογιές και πίσσες παντού και πάνω στα στηρίγματα δυο καϊκόσκαρα λησμονημένα. Μέσα σ´ένα μαύρο βαρέλι, στημένο όρθιο, έκαιγε πίσσα κι άφηνε τον καπνό να παίζει με το βοριά και τα ρουθούνια της. Δυο καραμπλάκες ευέλικτες έπαιζαν ερωτικό κυνηγητό στις αφρογραφές των κυμάτων. “Νηστικές θα ‘ναι… τοοοόση ευελιξία!!” σκέφτηκε η Φανή.

Πάνω στην καραβόσκαλα δυο φορτηγά ξεφόρτωναν τσουβάλια τσιμέντο με βίντζ. Ο αγέρας σκορπούσε παντού ένα σταχτί τσιμεντένιο σύννεφο.
Η Φανή πέρασε στα γρήγορα μπρος από το λιμανάκι με τα ψαροβάρκια και τ´ακριβά κρις κραφτ, που λιμενισμένα με γερούς κάβους ανεβοκατέβαιναν στους ρυθμούς του Αίολου. Μπήκε στο δρομάκι προς τον αερολιμένα.

Λουφαγμένα τα καβούρια στις γύρω πλάκες του. Από κει πήρε το δρόμο για το Φαναράκι. Μια συκιά, κουλή σαρανταποδαρούσα τράβηξε τη ματιά της. Όλα τα κλωνάρια της σπασμένα, κουλά και γυμνά, μαυρισμένα μέλη… είχαν προφανώς τραβήξει πάνω τους τον κεραυνό. Δεξιά, κοντά στη θάλασσα σ´ενα σταροχώραφο θερισμένο, περιφραγμένο με μαβιές λυγαριές και πρασινωπή ακόνιζα ανάμεσα στη ξερή την καλαμιά, η κυρα Αγγελική έβοσκε ένα κοπάδι πρόβατα. Μια κουρούνα όρθια πάνω στη ράχη μιας σγουρομάλλας προβατίνας ξετσιμπούριαζε την προβιά της.

Λουφαγμένες οι μυρωδιές της φύσης, οι φιλενάδες της νοτιάς!!! Όσο κι αν λυσσομανούσε τούτος ο αγέρας, οι λυγαριές, οι θυμαριές, οι ακόνιζες κράταγαν λουφαγμένες τις μυρουδιές τους. Αρνούνταν να τις δώσουν παιχνίδι στο βορινό μελτέμι. Ήταν άπονο, άκαρδο, ασυλλόγιστο… τις μαδούσε αλύπητα, τις ξέραινε, τις λώλαινε… κι εκείνες τις κράταγαν δώρο στον ευγενικό τον αχαμνό νοτιά που ήξερε να τις χαϊδεύει και να τις φέρνει σε οργασμό!

Μέσα σ´ένα πετρωμένο ξεροπήγαδο καθόταν σαν σε ανθοδοχείο μια καταπράσινη αγριοσυκιά. Τι σου είναι η φύση… πιο στολίστρα θηλυκιά δεν υπάρχει, σκέφτηκε η Φανή και το μυαλό της φτερούγισε στο Μάη. Τότε που ο Ανοιξιάτικος οίστρος ξεσηκώνει τις θηλυκές ορμόνες και γεννά τον έρωτα… τότε που ο θηλυκός της φύσης αναστατωμός κάνει τη πλάση αγνώριστη!!!!

Από το βιβλίο μου “Σα φυλακτό από τη Σμύρνη”

Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου.