ΣΑΡΑΛΙΚ’ ΚΑΙ ΣΩΞΛΟ

Categories ΛΑΟΓΡΑΦΙΑPosted on

Στα Τουρκικά το σαριλίκ είναι ο ίκτερος, κοινώς χρυσή. Στα Λημνιά λέγεται σαραλίκ’, με το λ παχύ, Θεσσαλονικιώτικο. Στα παλιά τα χρόνια, η χρυσή αποδιδόταν σε κάποια τρομάρα που είχε λάβει ο άνθρωπος και ως εκ τούτου «έβγαζε το σαραλίκ’». Η φράση λοιπόν στα Λημνιά, «πήρα ένα σαραλίκ’» σημαίνει «τρόμαξα πολύ», ενώ η φράση «έβγαλα το σαραλίκ’» σημαίνει παρουσίασα ίκτερο μετά από ένα γεγονός που με τρόμαξε.

Ο ίκτερος είναι αποτέλεσμα κάποιας πάθησης του συκωτιού, όπως είναι η ηπατίτιδα, οι πέτρες στη χολή, ο καρκίνος των χοληφόρων κλπ. Σαραλίκ’ “πάθαιναν” συχνότερα τα παιδιά σαν αποτέλεσμα της ηπατίτιδας Α, η οποία διευκολύνεται κυρίως από συνθήκες κακής υγιεινής, πχ συνθήκες ύδρευσης και αποχέτευσης, κλπ.

Επειδή η νόσος αυτή συνήθως θεραπεύεται μόνη της, το σαραλίκ’ στα παιδιά δεν εθεωρείτο τόσο τρομερό. Για θεραπεία «έκοβαν το σαραλίκ’». Δηλαδή έκοβαν με ένα ξυραφάκι το χαλινό της γλώσσας, ένα υμένα που συνδέει τη γλώσσα με το έδαφος του στόματος, ώστε να φύγει το «δηλητηριασμένο» αίμα και να γίνει καλά ο άρρωστος. Αυτό το αναλάμβαναν διάφορες πρακτικές γιάτρισσες του χωριού, μαμμές, κλπ. Σε μερικά χωριά της Λήμνου λένε «έκοψα το σώξλο», ή «έκοψα το σόκολο», εννοώντας το χαλινό της γλώσσας. Η φράση «έπαθα ή πήρα ένα σαραλίκ’» είναι πολύ διαδεδομένη και ενεργός σήμερα, ακόμα και μεταξύ των νέων.

***Τον έβγαλε όξω και πάθαν ούλες σαραλίκ’. # Είναι το λεγόμενο τσουτσλοσαραλίκ’. Εμ κι κειος ο αξεδγιάντροπος τον μοστράρσε στο μεγ’ντάν’;) .

***Άλλο το σώξλο, άλλο το ξώξλο. # Το ξώξλο (εξώξυλο) κατ’ αντιδιαστολή με το σώξλο (εσώξυλο) είναι ο… λεγάμενος, ο βελής, ο επονομαζόμενος και… τσούτσλος.


***Σώξλο. # Ο χαλινός της γλώσσας, αλλά και ο χαλινός της ακροποσθίας του πέους. Επίσης αν δεν αναφέρεται σε αντιδιαστολή με το ξώξλο, σημαίνει το…πέος αυτό καθεαυτό. Άντε τώρα να λέτε ότι τα Κινέζικα είναι δυσκολότερα απ’ τα Λημνιά.

***Απήγανο ή σώξλο. # Αν δεν πιάσει το πρώτο φάρμακο με τον απήγανο, θα χρειασθεί ο πρακτικός χειρουργός (η συχωρεμένη η κυρά Μπελιά ήταν ειδική) για να κόψει το χαλινό της γλώσσας.

***Δγείκαν τον ενφιά κι πάθαν σαραλίκ’. # Καλά να πάθνε οι μούσκαρ.

Άντε καλησπέρα και καλά να περνάτε, μακριγιά από σαραλίκια.

Σταύρος Τραγάρας