ΤΟ ΚΙΑΧΑΓ’ΔΕΛ’ ΚΙ Τ’ ΑΦΕΝΤΙΚΟ.

Categories ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑPosted on

Από την σειρά διηγημάτων του Χρίστου Κακαρνιά, ΣΤΗΣ ΜΑΝΤΡΑΣ ΤΑ ΤΡΑΦΩΜΑΤΑ…

Πρωί-πρωί ο κιαχαγιάς άρμεξεν τα πρόβατα κι ύστερα σαμάρωσεν τ’ γαδούρα να παγ’ στου χωριό, να φερ’ τ’ αφεντικό, να σεργιανίσ’ το ζοβγάρι τ’ κι να επιβλέψ’ τον κιαχαγιά τ’, καθώς τον μήν’σεν αποβραδίς.

Μόλις καβαλίκεψεν τρεχ’ ο γιος τ’ ο Ν’κόλας, εφτά χρόνω χωρ’κό – πιδί κι λεγ’…

Θα νέρτω κι ‘γω μπαμπά!

Τον ανεβάζ’ στ’ γαδούρα κι κάθεται μπροστά στο σαμάρ κι ούλου καμάρ βάσταν τα γκέμια κι λάλιεν τ’ γαδούρα, καθώς τ’ σούγλωνε ο μπαμπάς τ’, να πάνε γλήγορα στο χωριό.



Στο δρόμο λεγ’ ο κιαχαγιάς το γιο τ’….

Ν’κόλα-αγόρεμ’, στο γυρ’σμό για τ’ μάντρα, που θα νέχομ’ κι τ’ αφεντικό, δε θα κάτσεις στο σαμάρ, γιατί δε θα σας χωρεί, καθώς τ’ αφεντικό εχ’ μεγάλο σαπιοκούλιαρο κι τα κωλομέρια τ’ έναι σα μπνάκια, μόνε θα κάτσεις στα κάπλα τς γαδούρας.

Ιγώ μπαμπά θέλω να βαστώ τα γκέμια… γκρίνιαξεν το κιαχαγ’δέλ’.

Οχ’ αγόρεμ δε γίνεται. Οτ’ σε λέγω θα καμ’ς. Κι στο δρόμο, άμα βρούμε κανένα βαθύ χαντάκ’, θα πετάξομ’ μέσα το Γκόμναρο, τ’ αφεντικό κι θα κάτσομ’ πάλε μαζί στο σαμάρ, να βαστάς τα γκέμια… θαρρώντας ο κιαχαγιάς, οτι ο Ν’κόλας θα το ξεχάσ’ σε κομμάτ’.

Πάνε στο χωριό, φορτών’νε το Γκόμναρο, τ’ αφεντικό στ’ γαδούρα, κάθεται κι ο Ν’κόλας στα κάπλα, λάλιεν ο κιαχαγιάς, πορπατστός, τ’ κωλοκομμέν’, απ’ το πολύ το βάρος τ’ αφεντικού, τ’ γαδούρα κι σα μπισουθήκαν καμπόσο δρόμο, λεγ’ το κιαχαγ’δέλ’ το κιαχαγιά…

– Να ένα μεγάλο χαντάκ’, μπαμπά
!!!

Πρωί-πρωί ο κεχαγιάς άρμεξε τα πρόβατα και ύστερα σαμάρωσε την γαϊδούρα να πάει στο χωριό να φέρει το αφεντικό να γυρίσει το ζευγάρι και να επιθεωρήσει τον κεχαγιά καθώς έτσι τον ειδοποίησε από το βράδυ. 

Μόλις καβάλησε (την γαϊδούρα) τρέχει ο γιος του ο Νικόλας εφτά χρονών χωριατόπαιδο και λέει:

Θα έρθω και εγώ μπαμπά!

Τον ανεβάζει (ο κεχαγιάς) στην γαϊδούρα τον καθίζει μπροστά στο σαμάρι και όλο καμάρι (ο Νικόλας) βαστούσε τα γκέμια και πρόσταζε την γαϊδούρα, καθώς την κέντριζε ο πατέρας του να πάνε γρήγορα στο χωριό.

Στον δρόμο λέει ο κεχαγιάς στον γιο του…

Νικόλα αγόρι μου, στον γυρισμό για την μάντρα, που θα έχουμε και το αφεντικό, δεν θα καθήσεις στο σαμάρι, γιατί δεν θα σας χωρά, καθώς το αφεντικό έχει μεγάλο σαπιοκοίλαρο και τα κωλομέρια του είναι σαν πινάκια, μόνο θα καθίσεις στα καπούλια της γαϊδούρας.

Εγώ μπαμπά θέλω να βαστώ τα γκέμια… γκρίνιαξε το κεχαγιαδέλι.

Όχι αγόρι μου δεν γίνεται. Ότι σου λέω εγώ θα κάνεις. Και στον δρόμο αν βρούμε κανένα χαντάκι, θα πετάξουμε μέσα τον Κόμναρο (Κόμνα), το αφεντικό και θα καθίσουμε πάλι μαζί στο σαμάρι να βαστάς τα γκέμια… νομίζοντας ο κεχαγιάς ότι ο Νικόλας θα το ξεχάσει σε λίγο.

Πάνε στο χωριό, φορτώνουν τον Κόμναρο, το αφεντικό στην Γαϊδούρα, κάθεται και ο Νικόλας στα καπούλια, πρόσταζε και ο κεχαγιάς πεζός την κωλοκομμένη από το πολύ βάρος του αφεντικού, την γαϊδούρα και σαν διάνυσαν αρκετό δρόμο λέει το κεχαγιαδέλι στον κεχαγιά

Να ένα μεγάλο χαντάκι μπαμπά!!!

Γνωρίζουμε ότι οι αναγνώστες που δεν κατάγονται από την Λήμνο δεν θα μπορούν να κατανοήσουν το κείμενο λόγω άγνωστων λέξεων και δύσκολης διαλέκτου, αλλά σε μεγάλο βαθμό και οι νεώτεροι Λημνοί που απομακρύνονται γρήγορα από την χρήση και την κατανόηση της διαλέκτου. Γι αυτόν τον λόγο στην στήλη δίπλα στο πρωτότυπο γράφτηκε και η απόδοση στα επίσημα Ελληνικά. Επίσης στα παρακάτω σχόλια ερμηνείες λέξεων και άλλες επεξηγήσεις. Ο τίτλος της σειράς διηγημάτων “Στης μάντρας τα τραφώματα” προέρχεται από τον στίχο του κεχαγιάδικου τραγουδιού.



Γκόμναρος υπερθετικός βαθμός του ονόματος (Κομνηνός-Κόμνας) για χαρακτηρισμό του ευτραφή ή του μεγαλόσωμου που τον λένε Κόμνα. Κομνέρ για τον μικρόσωμο ή τον μικρό σε ηλικία Κόμνα. Παρόμοια Χρήσταρος, Γιώργαρος, βόδαρος, πέτ’ναρος (μεγάλος πετεινός), σκύλαρος κ.α.

θαρρώ νομίζω, υποθέτω

κάπ’λο καπούλι και κάπουλο, το Μ καπούλιν και καπούλιον και κάπουλο καπούλα τα κάπουλα ή τα καπούλια
τα νώτα από τη νεφρική χώρα μέχρι τους γλουτούς των μεγάλων τετράποδων και ιδίως των αχθοφόρων (σκωπτικά για ανθρώπους) οι γλουτοί, ιδίως οι προεξέχοντες.  

μπισουθήκαν έφτασαν εκεί πίσω, διάνυσαν δρόμο.

πινάκι μονάδα όγκου αλλά και υπολογισμού βάρους σύμφωνα με τον όγκο των σιτηρών. Ο υπολογισμός του βάρους σύμφωνα με τον όγκο του υλικού όπως στην παραπάνω περίπτωση δεν είναι ορθή και ακριβής μέθοδος. Το 1 πινάκι είναι περίπου 7,5 οκάδες σιτάρι (μια οκά είναι ενδεικτικά, γιατί το βάρος της ποικίλει ανάλογα την περιοχή, περίπου 1,282 κιλά) .


Χρίστος Κακαρνιάς