Αχ κοτσλίτη μου καλέ

Categories ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΦΥΣΗPosted on

Πηγαίνοντας χθες μια εκδρομούλα προς την ύπαιθρο της Θήβας είδα κορυδαλλούς στα χωράφια. Σκέφτηκα πόσο δεμένο με τη Λήμνο είναι αυτό το πουλί, που οι Λημνιοί το λέμε “κοτσλίτ”.

*Κοτσλίτς. Το πουλί κορυδαλλός, που τόσο συνηθισμένο είναι στη Λήμνο (αν και τελευταία νομίζω έχει μειωθεί πολύ ο πληθυσμός τους).

Οι κορυδαλλοί δεν αποδημούν. Μένουν μαζί μας και συντροφεύουν τους γεωργούς το χειμώνα, στις αγροτικές εργασίες τους. Ένας μύθος λέει πως κάθε φθινόπωρο, ο κορυδαλλός ξεγελάει τα άλλα πουλιά με ένα τέχνασμα. Βάζει τις φωνές και ειδοποιεί όλα τα αποδημητικά πουλιά, πως έφτασε ο καιρός για το μεγάλο τους ταξίδι. Πρωτοστατεί σε όλες τις προετοιμασίες. Θα έρθω κι εγώ μαζί σας – τους λέει – εδώ η τροφή τελείωσε και το χιόνι θα σκεπάσει τη γη. Εμπρός λοιπόν να φύγουμε. Έτσι τα πουλιά μαζεύονται και ξεκινάνε. Μπροστά πετάει πάντα ο πονηρός κατσουλιέρης έχοντας κατεβασμένο το λοφίο. Μόλις περάσουν τη στεριά κι ανοιχτούν στο πέλαγο, ο κορυδαλλός φωνάζει ξαφνικά… «πω! πω! τι έπαθα!!! Ξέχασα τη σκούφια μου στο φάρο. Προχωρήστε εσείς, εγώ θα γυρίσω να την πάρω και θα σας φτάσω…»

Όταν είμαστε παιδιά τον λέγαμε χαϊδευτικά, “ο κοτσιλιέρος“. Τον κυνηγούσαμε με παγίδες ιδίας κατασκευής, που φτιάχναμε με χοντρό σύρμα και σούστα και στήναμε στα φρεσκοοργωμένα χωράφια. Το σύρμα το ξεπαραλύαμε απ’ τα συρματοπλέγματα, ενώ τη σούστα την παίρναμε από ελαστικά αυτοκινήτων και μοτοσακών. Μετά τους ψήναμε στο μαγκάλι. Ο μεγαλύτερος τεχνίτης στις παγίδες ήταν ο αείμνηστος αδερφός μου Αργύρης. Οι κοτσλίτες είναι νοικοκυραίοι, πάντα τους βλέπεις σε ζευγάρια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το πουλί, παρ’ ότι το κυνηγούσαμε ως παιδιά, πάντα είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Θα έλεγα το συμπαθούσαμε. Ίσως να έπαιζε ρόλο η ιστορία που το συνόδευε, που την ξέραμε. Ο κοτσλίτς, λέει, ήταν τσοπάνης και μέθυσε με κρασοβρόχι μαζί με τα σκυλιά του. Οι λύκοι βρήκαν την ευκαιρία και έφαγαν τα πρόβατα. Αυτός μέσα στην απελπισία του παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί, για να γυρίζει μέσα στα πρόβατα. Το παρακάτω τραγουδάκι τραγουδούνε οι τσοπάνηδες, όταν αρχίζει να βρέχει.

«Βρέξε βρέξε ουρανέ
να βραχούνε οι τσοπανοί
με τα πρόβατα μαζί.
Μπρε κοτσιλίτ, μπρε καψερέ
πού ν’ τα πρόβατα σ’ μαρέ
κάτω στα λακκώματα
τρων χορτάρ και χώματα».

Στη Λήμνο το επώνυμο Κοτσιλίτης είναι αρκετά συνηθισμένο. Επίσης υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις που εμπεριέχουν τον “κοτσλίτ”. Απολαύστε τις.

*Κοτσλιτιά. Η φωλιά του κοτσλίτ. Γίνεται στο χώμα. Είναι πολύ μαστορική.
*Πάνε σα τς κοτσλίτες. Δηλαδή δυο – δυο. Το λένε για κάποιους που δεν λένε να ξεχωρίσουν.
*Τα κοτσλιτούδια. Για μικρά παιδιά μιας οικογένειας, που έχουν γεννηθεί το ένα κοντά χρονικά με το άλλο.
*Σα γκοτσλίτς με το κουκβίκ’. Για κάποιον που φορά καπέλο, ή που έχει τα μαλλιά του φτιάξει με “κοκορίκο”, όπως το “κουκβίκ’” του κοτσλίτ.
*Σα γκοτσλίτς πα στο μαγκάλ’. Για κάποιον που έρχεται σε μεγάλη δυσκολία, που κυριολεκτικά τσιτσιρίζεται από μια ανάγκη.
*Ο κοτσλίτς κατέβασε απ’ το άλογο το δεσπότ. Από περιέργεια εννοείται, αφού το ιδίωμα του κοτσλίτ είναι να παραμένει ακίνητος, σε τέλειο καμουφλάζ, μέχρι να τον πλησιάσει κανείς έως πολύ κοντά.

*Φαφούτα γιαγιά / κοτσλίτς με πέντε αυγά. Αυτό το δίστιχο το λέγαμε για να κοροϊδέψουμε κάποια μπαμπόγρια (στα κρυφά εννοείται).
*Πορπατεί σα ντο γκοτσλίτ. Δηλαδή γρήγορα.

*Τα κοτσλίτκα. Στα σύνορα Καρπασίου – Βάρους υπήρχε μια περιοχή που λεγόταν ”Κοτσλίτκα”. Σ’ αυτή την περιοχή έβαζαν μπαμπάκια. Μετά έγινε το αεροδρόμιο και εξαφανίστηκαν και τα κοτσλίτκα, και τα μπαμπάκια (Παντελής Σμύρος). Επίσης υπήρχαν πολλά χέρσα, όπου έδεναν τα πρόβατα για να βοσκήσουν (Χρήστος Κακαρνιάς).

*Ούτε κοτσλίτ δε σκων’. Όταν έχει κάνει πολλά νερά και τα χωράφια βουλιάζουν (Δημήτρης Μισετζής).

Σταύρος Τραγάρας