Έξι πεζά ποιήματα

Categories ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑPosted on

Ο Σταύρος Τραγάρας πάντα θα νιώθει εκείνες τις ριζούλες που έμειναν πίσω στο χώμα που βλάστησε το παιδί και ψιθυρίζουν της καρδιάς λόγια… Λόγια σαν αυτά που μας παρουσιάζει παρακάτω, έξι τραγούδια του Ατσικιώτικου κάμπου.

Αν θέλετε να διαβάστε τα ποιήματα με την συνοδεία της μουσικής, πατήστε στο πιάνο να παίξει.

Έγειρε για να κοιμηθεί λιγάκι

Για να ξαποστάσει λίγο απ’ το βάρος των χρόνων και των κλαδιών. Φλέβες του κόσμου οι ρίζες της ρουφούν ψήγματα ασημιού απ’ το μέλαγγα. Μια συκιά στην Ατσική, δέντρο θηλυκό, μάνα με πολλά παιδιά. Περιμένοντας την άνοιξη για να ξαναγεννήσει πάλι χλωροχάδι. Το καλοκαίρι για να προσφέρει απλόχερα γλυκά ρουμπίνια, σύκα μελένια, δώρα ακριβά της Αιθερίας στον Αιώνα. Και τότε ο πανώκοσμος θα πάρει χρώμα απ’ τα χρώματα κι άρωμα απ’ τα αρώματά τους

Η κρήνη του Αγιαρμόλα

Αυτή η αρχόντισσα. Που τα ’βαλε με τον ωκεανό. Που αντέταξε το γλυκό νερό της στο απέραντο της αρμύρας. Χρόνια και χρόνια. Που ξεδίψασε στρατοκόπους. Που καμάρωσαν γι’ αυτήν γενιές παιδιών. Για τη βρύση τους την ακριβή. Τώρα στεγνή και προδομένη. Από αυτούς που ευεργέτησε και ευλόγησε. Γιατί κατασπαταλήσαμε το ύψιστο αγαθό, το νερό. Όχι, δεν βλέπετε τη στεγνή βρύση, αυτό είναι παραίσθηση. Το στεγνό μας και βλάσφημο πρόσωπο βλέπετε.

Μια συκιά μέσα στο πηγάδι

Στην αρχή ήταν τρυπανιά. Μετά έγινε πηγάδι με καλούπια τσιμεντένια. Πότιζε μπαμπάκια στην Αγιακατερίνη.Ύδρευμα, κρατήρας ζείδωρος. Με μια πετρελαιομηχανή «Μαλκότση» με μόνιμη βάση και ιμάντα. Ο αφέντης του πηγαδιού έφυγε για πάντα. Τα μπαμπάκια τελείωσαν. Στη θέση τους στάρια και καλαμιές. Το πηγάδι «μούλωσε». Μέσα φύτρωσε μια συκιά. «Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» έλεγε ο Ηράκλειτος. Μακριά από την ύβριν των ανθρώπων. Κι όταν και της συκιάς ήρθε το τέλος, μετατράπηκε σε θεϊκό γλυπτό, που απλώνει τους ορφανούς κορμούς της χέρια ικεσίας στον ουρανό.

Ο γιγάντι(ν)ος καλαμιώνας

Εκεί περνούσε το ρυάκι. Έσπαζε κάθε χειμώνα και πλημμύριζε το χωράφι. Παρέμενε μια τεράστια νεροφαγίδα που το έκοβε στη μέση. Μια ρίζα καλαμιού φύτεψε ο παππούς του. Να γίνει καλαμιώνας – φράγμα. Κι ο καλαμιώνας θέριεψε κι έγινε γίγαντας και τιτάνας. Κι απλώθηκε κι έφαγε το χαντάκι και το μισό χωράφι. Και θροΐζει μεσημεριάτικα νανουρίσματα ευγνωμοσύνης για το γεννήτορα του που τώρα βρίσκεται στον ουρανό. Κι ο εγγονός παρ’ όλο που δεν ξέρει την ιστορία, προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τους ψιθύρους.

Φόβος κανείς

Το τροχισμένο σου κοντάρι
κρύψε στον καλαμιώνα
μολυβδομάντεις γέμισαν τον τόπο
μα πάλι θ’ αστοχήσουν οι χρησμοί τους
το πέρασμα είν’ από δω
στις αυλακιές των μπαμπακιών
έραδε οι φύλακες ιερείς της Πελασγίδος
λατόμοι σκαφτιάδες θεριστές
ικτήρες αξυπόλυτοι
δεξίπυροι ακαείς Λημνιοί μουτζούρηδες
φύτρες του Ηφαίστου
τον καλαμιώνα εγώ τον φύτεψα
ριζάρι στην πλημμύρα
μου λέει τα μυστικά του και του λέω
τα μύχια πετράδια τα ζυγιασμένα στο βεζνέ
μάταια όσα κοντάρια και να κρύψεις
αφέντη σκοτεινέ
αφέντη τριτοξάδερφε
εδώ είν’ δικός μας τόπος
τις τρομερές Φορκίδες τις νικήσαμε
στον Πόντο προ πολλού.

Ο παλιός αλευρόμυλος στο Μηχανέ Μπουγάζ Ατσικής


Ναι, ότι απέμεινε. Χωρίς σκεπή. Ασκεπής υπό τον ήλιο. Χωρίς πόρτες και παραθύρια. Όχι, δεν ισχύει το «μπάτε σκύλοι αλέστε», αλλά το «μπήτε άνθρωποι και διαλογιστείτε». Κάποτε αυτή η χαλύβδινη ρόδα γύριζε ασταμάτητα. Εκεί ήταν λουριά και μηχανές, ανθρώπινες ομιλίες, οσμή από στάρι και αλεύρι. Τώρα σιωπή. Οι μηχανές είναι ώριμες για τη μυθολογική τους δράση όταν η τεχνολογία τις αχρηστεύει. Μηχανές που δεν είναι πια χρήσιμες για τίποτα, είναι έτοιμες για την ποιητική τους αποστολή. Για τη μυθολογική τους δημιουργία. Η συντρόφισσά τους η σκουριά τις σφιχταγκαλιάζει και τις σπρώχνει στη μακαρία οδό ήν οδεύουν. Από ζωντανός εργάτης η μηχανή γίνεται μαντείο απ’ όπου εκπέμπονται χρησμοί ακατάληπτοι και συγχρόνως πολύ καταληπτοί.

Τα γλυπτά του Αγιαρμόλα

Θάλασσα μαργιόλα. Του Αγιαρμόλα θάλασσα. Καμωματού και ναζιάρα. Όταν δεν φιλάς με αγάπη τα βράχια, όταν σε πιάνουν τα ντουζένια σου και οι αγριάδες, παίρνεις τη σμίλη που σου χάρισε ο Ποσειδώνας και αρχίζεις. Κι ο σύντροφός σου ο βράχος υποτάσσεται στα κελεύσματά σου. Και πλάθεις σχήματα και μορφές. Υδροροές και υδροδόχες. Κι όταν οι Υγριδόνες σου καλμάρουν κι ο Υπερίων ζεστάνει την πλάση, φαίνονται τα έργα – δώρα σου: Αλάτι πάλευκο καθάριο μέσα στα πέτρινα ιερά αγγεία σου. Αλάτι που γυρεύει τον άρτο τον Λήμνιο τον τρισήλιο. Αλάτι και ψωμί με την απλή στοργή τους

Σταύρος Τραγάρας.